Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το οικοτροφείο

См. также в других словарях:

  • οικοτροφείο — το 1. ίδρυμα στο οποίο παρέχεται στέγη και τροφή με καταβολή χρημάτων 2. δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο στο οποίο διαμένουν και τρέφονται οι μαθητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικότροφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και… …   Dictionary of Greek

  • οικοτροφείο — το οίκημα σχολείου ή ιδρύματος, όπου οι τρόφιμοι διαμένουν ως οικότροφοι: Πολλοί μαθητές μένουν σε οικοτροφεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… …   Dictionary of Greek

  • Δράμας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Δράμα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 103 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 90 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχει οριστεί γενικός αρχιερατικός επίτροπος και αρχιερατικός… …   Dictionary of Greek

  • Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Δελβινάκι. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 96 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά μόνο 37 ιερείς. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί οι αρχιερατικές επιτροπείες Πωγωνίου Κονίτσης… …   Dictionary of Greek

  • Κρήτης, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Αρχιεπισκοπή της Κρητικής Εκκλησίας με έδρα το Ηράκλειο, η οποία ιδρύθηκε το 1967 με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης, με εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη… …   Dictionary of Greek

  • κολέγιο — το (λ. λατ.), πανεπιστημιακό οικοτροφείο με φροντιστήρια ή σχολή μέσης εκπαίδευσης με οικοτροφείο: Φοιτάει στο αμερικανικό κολέγιο Ψυχικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»