-
1 οικοτροφείο
[икотрофио] ουσ. о. пансион.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικοτροφείο
-
2 интернат
-
3 пансион
-
4 школа
школа ж το σχολείο; η σχολή (училище)' \школа-интернат το οικοτροφείο* начальная \школа το δημοτικό σχολείο; средняя \школа το σχολείο μέσης εκπαίδευσης; высшая \школа η ανώτατη σχολή* * *жτο σχολείο; η σχολή ( училище)шко́ла-интерна́т — το οικοτροφείο
нача́льная шко́ла — το δημοτικό σχολείο
сре́дняя шко́ла — το σχολείο μέσης εκπαίδευσης
вы́сшая шко́ла — η ανώτατη σχολή
-
5 интернат
το οικοτροφείο, το εκπαιδευτήριο με εσωτερικούς μαθητές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интернат
-
6 интернат
интернатм τό οἰκοτροφεῖο[ν]. -
7 пансионат
пансион||а́тм τό οίκοτροφεῖο[ν]. -
8 интернат
[ιντερνάτ] ουσ. α οικοτροφείο -
9 интернат
[ιντερνάτ] ουσ α οικοτροφείο -
10 детский
επ.1. παιδικός•-ие болезни παιδικές αρρώστειες•
-ие игры παιδικά παιγνίδια•
-ая литература παιδική λογοτεχνία•
-ие шалости παιδικές αταξίες•
-ая энциклопедия παιδική εγκυκλοπαίδεια•
-ая смертность παιδική θνησιμότητα•
-ая психология η ψυχολογία του παιδιού.
2. παιδιακίστικος, παιδιά-τικος,παιδιάστικος, παιδαριώδης• μωρός•-ие рассуащния παιδιάστικοι συλλογισμοί•
детский почерк παιδικός χαρακτήρας γραφής.
εκφρ.городок – παιδούπολη•детский дом – παιδικό οικοτροφείο•- ие ясли – βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο•детский сад – βλ. детсад• время -ое ακόμα είναι νωρίς• νέος είσαι ακόμα, έχεις καιρό μπροστά σου•- ое место – (ανατ.) ο πλακούς, το ύστερον, ο κύτταρος, ακόλουθο της τεκούσης. -
11 закрытый
επ. από μτχ.1. κλεισμένος, κλειστός•дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•
-ая машина κλειστό αυτοκίνητο•
газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•
закрытый воротник κλειστός γιακάς•
-ые границы κλειστά σύνορα.
2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•-ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.
3. κρυφός μη φανερός•-ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.
εκφρ.- ое голосование – μυστική ψηφοφορία•- ое письмо – κλειστό γράμμα•- ые туфли – κλειστά παπούτσια•-ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•в -ом помещении – σε κλειστό χώρο. -
12 институт
-а α.1. ινστιτούτο.2. παλ. προνομιακό εκπαιδ. μεσαίο ίδρυμα θηλέων, οικοτροφείο θηλέων. -
13 интернат
-а α.οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών. -
14 пансион
-а α.1. εκπαιδευτήριο•, οικοτροφείο•пансион для благородных девиц παλ. • παρθεναγωγείο ευγενών κοριτσιών.
2. ξενοδοχείο φαγητού και ύπνου.3. υποτροφία, διαμονή με φαγητό και ύπνο, πανσιόν. -
15 экстерн
-а α.1. μαθητής εξωτερικός.2. που δεν διαμένει σε οικοτροφείο.3. παλ. γιατρός εξωτερικός(όχι στο υγειονομικό ίδρυμα).
См. также в других словарях:
οικοτροφείο — το 1. ίδρυμα στο οποίο παρέχεται στέγη και τροφή με καταβολή χρημάτων 2. δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο στο οποίο διαμένουν και τρέφονται οι μαθητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικότροφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και… … Dictionary of Greek
οικοτροφείο — το οίκημα σχολείου ή ιδρύματος, όπου οι τρόφιμοι διαμένουν ως οικότροφοι: Πολλοί μαθητές μένουν σε οικοτροφεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… … Dictionary of Greek
Δράμας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Δράμα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 103 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 90 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχει οριστεί γενικός αρχιερατικός επίτροπος και αρχιερατικός… … Dictionary of Greek
Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Δελβινάκι. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 96 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά μόνο 37 ιερείς. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί οι αρχιερατικές επιτροπείες Πωγωνίου Κονίτσης… … Dictionary of Greek
Κρήτης, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Αρχιεπισκοπή της Κρητικής Εκκλησίας με έδρα το Ηράκλειο, η οποία ιδρύθηκε το 1967 με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης, με εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη… … Dictionary of Greek
κολέγιο — το (λ. λατ.), πανεπιστημιακό οικοτροφείο με φροντιστήρια ή σχολή μέσης εκπαίδευσης με οικοτροφείο: Φοιτάει στο αμερικανικό κολέγιο Ψυχικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek